- εψητός
- -ή, -ό (ΑΜ ἑψητός, -ή, -ον) [ἕψω]ψητός, βραστός, βρασμένοςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. τo εψητό και ψητότο ψητό, το φαγητό τού φούρνου ή τής σούβλαςμσν.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑψητόνφαγητό μαγειρεμένο (βρασμένο, τού φούρνου ή τής σούβλας)2. φρ. «ἑψητὸς οἶνος» — γλεύκος, μούστοςαρχ.(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἑψητοίμικρά ψάρια μαγειρεμένα, έτοιμα για φάγωμα.
Dictionary of Greek. 2013.